- συζητητικός
- -ή, -ό / συζητητικός, -ή, -όν, ΝΑ [συζητῶ]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη συζήτηση («συζητητικὸς τρόπος» — ο τρόπος διεξαγωγής συζήτησης, Φιλόδ.)νεοελλ.1. (για πρόσ.) αυτός που έχει διαλεκτική δεινότητα, ικανός ή επιδέξιος στη συζήτηση2. φρ. «συζητητικό σύστημα»(πολ. δίκ.) δικονομικό σύστημα προαγωγής τής διαδικασίας με επιμέλεια τών διαδίκων και όχι αυτεπαγγέλτως από τον δικαστή, σύστημα κατά το οποίο η έναρξη, η διεξαγωγή και η περαίωση τής δίκης προϋποθέτει την ενεργητική συμμετοχή τών διαδίκων, οι οποίοι και πρέπει να προβαίνουν στις κατά περίπτωση προβλεπόμενες διαδικαστικές πράξεις.επίρρ...συζητητικώς και συζητητικά Νμε διαλογική συζήτηση.
Dictionary of Greek. 2013.